- κόχη
- ηγωνιά που εξέχει, αγκωνή: Χτύπησα στην κόχη του τραπεζιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κόχη — η 1. κόγχη* 2. γωνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη με απλοποίηση τού συμφωνικού συμπλέγματος γχ σε χ ] … Dictionary of Greek
κοχεύω — [κόχη] σχετικά με έργα χειροτεχνίας) προσέχω τις λεπτομέρειες («κοχεμένη δουλειά») … Dictionary of Greek
κοχιάζω — [κόχη] κάνω κόχες, σχηματίζω γωνίες … Dictionary of Greek
άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… … Dictionary of Greek
αγχίλωψ — ἀγχίλωψ, ( ωπος), ο (Α) αυτός που έχει απόστημα κοντά στην κόχη τού ματιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + ὤψ, σύμφωνα με τον Γαληνό το «λ» θεωρείται ότι προήλθε από επίδραση τού συνώνυμου αἰγίλωψ πάντως το α΄ συνθ. τής λ. είναι μάλλον το ἄγχω] … Dictionary of Greek
δίκοχος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο γωνιώδεις προεξοχές 2. επίσημο καπέλο τών διπλωματών, τρικαντό 3. το ουδ. ως ουσ. το δίκοχο στρατιωτικό πηλήκιο χωρίς γείσο, με δύο μυτερές άκρες μπρος και πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κόχη*. Το ουδ. δίκοχο με τη … Dictionary of Greek
κανθός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ευβοέα Καννίδη και εγγονός του Άβαντα. Πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και σκοτώθηκε στην Κολχίδα από τον βασιλιά των Ιαπύγων. Μερικοί τον θεωρούν επώνυμο της πόλης Ακάνθου της Χαλκιδικής, που… … Dictionary of Greek
κοχάκι — το είδος στενής δαντέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχη + υποκορ. κατάλ. άκι] … Dictionary of Greek
κοχύλι — το (AM κογχύλιον) 1. είδος μικρού οστρακοφόρου μαλακίου, η αχηβάδα 2. το όστρακο κάθε δίθυρου μαλακοστράκου («ἰδών τε τὴν Αἴγυπτον προκειμένην τῆς ἐχομένης γῆς κογχύλιά τε φαινόμενα ἐπὶ τοῑσι ὄρεσι», Ηρόδ.) αρχ. κόχλος, σαλιγκάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… … Dictionary of Greek